Ηγήτωρ' ονείρων. Από τον Ομηρικό Ύμνο Εις Ερμήν, στ. 14. Όχι ηγέτης των ονείρων αλλά με την έννοια του οδηγού των ονείρων.
(Ηγήτωρ < Αγήτωρ από το άγω-οδηγώ). Αυτός που [σε] οδηγεί [σ]τα όνειρα. Ο χθόνιος Ερμής, ο ψυχοπομπός-ψυχαγωγός, είναι ο οδηγός στον Ύπνο και στο Θάνατο. (Ερμής Υπνοδότης, Ύπνου προστάτης, Ονειροπομπός)
ανήμποροι να αντισταθούμε, από τις γλυκές της μελωδίες γαντζωνόμαστε από το βελούδινο το μαύρο που την ψυχή μας γαληνεύει και τις σειρήνες της ακολουθούμε τυφλά δίχως να ξέρουμε που μας παν, και δίχως να ρωτάμε
Και το τσιγάρο στρίβουμε, χρυσός καπνός μας πάει κι όπως η μέθη απ’ το ποτό, τα όνειρα μας πιάνει αιχμάλωτοι γυρίζουμε και την ακολουθούμε και ειν’ το όνειρο χρυσό κι ο πόνος αλαφραίνει και η ψυχή αναδύεται, ψηλά και φτερουγίζει ανάλαφρη σαν πούπουλο, καθόλου δεν βαραίνει το σώμα μας που κείτεται και σέρνεται στο δρόμο.
Οι συνετοί κι οι άνθρωποι τον δρόμο τους τραβούνε κι όταν απ’ τη γαλήνη της, η νύχτα μας μεθάει αυτοί δεν βλέπουν, κρύβονται κοιμούνται και φοβούνται και τα χρυσά τα δώρα της μόνο για μας κρατάει
Τις όμορφες τις μούσες της και τις νεράιδες της το πρώτο φως σαν έρχεται, τις χάνουμε, όλο φεύγουν.
Ω, την αυγή ας ήτανε να μην την ξαναδούμε αυτή που παίρνει μακριά τις μούσες, το βελούδο κι όπως το φως της έρχεται, κι απάνω μας βαραίνει καθώς η ψυχή σωριάζεται ξανά πάνω στο σώμα
εμείς τότε πεθαίνουμε, και για να αναστηθούμε τη νύχτα θα προσμένουμε Ξανά να δύσει ο ήλιος
"...είναι η ώρα που πνίγεται το δείλι
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι κουράζομαι ψάχνοντας τα ερέβη..." Γ. Σ.
Η φωτο, μοναδική...Y.C.
Εμείς,
ΑπάντησηΔιαγραφήανήμποροι να αντισταθούμε,
από τις γλυκές της μελωδίες γαντζωνόμαστε
από το βελούδινο το μαύρο που την ψυχή μας γαληνεύει
και τις σειρήνες της ακολουθούμε τυφλά
δίχως να ξέρουμε που μας παν, και δίχως να ρωτάμε
Και το τσιγάρο στρίβουμε, χρυσός καπνός μας πάει
κι όπως η μέθη απ’ το ποτό, τα όνειρα μας πιάνει
αιχμάλωτοι γυρίζουμε και την ακολουθούμε
και ειν’ το όνειρο χρυσό κι ο πόνος αλαφραίνει
και η ψυχή αναδύεται, ψηλά και φτερουγίζει
ανάλαφρη σαν πούπουλο, καθόλου δεν βαραίνει
το σώμα μας που κείτεται και σέρνεται στο δρόμο.
Οι συνετοί κι οι άνθρωποι τον δρόμο τους τραβούνε
κι όταν απ’ τη γαλήνη της, η νύχτα μας μεθάει
αυτοί δεν βλέπουν, κρύβονται κοιμούνται και φοβούνται
και τα χρυσά τα δώρα της μόνο για μας κρατάει
Τις όμορφες τις μούσες της και τις νεράιδες της
το πρώτο φως σαν έρχεται, τις χάνουμε, όλο φεύγουν.
Ω, την αυγή ας ήτανε να μην την ξαναδούμε
αυτή που παίρνει μακριά τις μούσες, το βελούδο
κι όπως το φως της έρχεται, κι απάνω μας βαραίνει
καθώς η ψυχή σωριάζεται ξανά πάνω στο σώμα
εμείς τότε πεθαίνουμε, και για να αναστηθούμε
τη νύχτα θα προσμένουμε
Ξανά να δύσει ο ήλιος
ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΑΧΟΣ